Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἀπέλθη, νὰ


Ερμηνεία:

[γ΄ ενικό πρόσωπο, υποτακτικής αορίστου  του ρ. απέρχομαι (φεύγω)] [να φύγει, να απομακρυνθεί, να αναχωρήσει]  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) απέρχομαι, Καινή Διαθήκη. 116 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: